- συγκατάρχων
- σύν-κατάρχωmake beginning ofpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατάρχω — Α 1. κυβερνώ από κοινού, συγκυβερνώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκατάρχων (για τον Πατέρα και τον Υιό) συνάρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατάρχω «εξουσιάζω, κυβερνώ»] … Dictionary of Greek